τερατογονία

τερατογονία
η, ΝΑ
γέννηση τέρατος
νεοελλ.
1. (βιολ.-ιατρ.) η τερατογένεση
2. η φυσική ή τεχνητή δημιουργία τεράτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατογόνος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. teratogonie)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τερατογονία — τερατογονίᾱ , τερατογονία monstrous birth fem nom/voc/acc dual τερατογονίᾱ , τερατογονία monstrous birth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατογονία — η ανώμαλη διάπλαση εμβρύου ή γέννηση τέρατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερατογονικός — ή, ό, Ν [τερατογονία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τερατογονία, τερατογενετικός …   Dictionary of Greek

  • ακεφαλία — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * Ιατρ. τερατογονία που συνίσταται σε… …   Dictionary of Greek

  • τερατοτοκία — η, Ν [τερατοτόκος] γέννηση τέρατος, τερατογονία …   Dictionary of Greek

  • Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ετιέν — (GeoffroyEtienne Geoffroy Saint Hilaire, 1772 – 1844). Γάλλος φυσιοδίφης και στοχαστής. Έγινε γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με την ενιαία οργανική σύνθεση των όντων. Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798 99) ήταν μέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”